Πρόταση ΤΕΕ/ΤΔΚ για τον εντοπισμό των περιοχών – κτιρίων υψηλού κινδύνου σε Χανιά – Ρέθυμνο

0
58

Πρόταση για τον συντονισμό όλων των εμπλεκόμενων τοπικών φορέων, ώστε να διαπιστωθεί «ποιες είναι οι περιοχές υψηλού κινδύνου στον Νομό Χανίων και για ποιους λόγους, αν υπάρχουν επιχειρησιακά μοντέλα προσομοίωσης φυσικών καταστροφών και σχέδια εκκένωσης, σε ποιο σημείο ακριβώς βρίσκεται η Πολιτική Προστασία στα Χανιά και το Ρέθυμνο, ποιες είναι οι ελλείψεις και με ποιο τρόπο αυτές μπορούν να καλυφθούν» καταθέτει σήμερα ο πρόεδρος του Τμήματος Δυτικής Κρήτης του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Σπύρος Σοφιανός, με έγγραφό του προς τις Περιφερειακές Ενότητες Χανίων και Ρεθύμνου και τους Δήμους Χανίων και Ρεθύμνου.

Μεταξύ άλλων, τονίζει ότι «ο άξονας αντιμετώπισης του προβλήματος, λοιπόν, πρέπει να επικεντρώνεται σε τρεις κατευθύνσεις, τρεις λέξεις – κλειδιά, Ενημέρωση – Εκπαίδευση – Προετοιμασία τόσο των πολιτών όσο και του κράτους, ώστε να αντιδρούμε όλοι σωστά στα φαινόμενα και τις επιπτώσεις τους. Και αυτό το τρίπτυχο πρέπει να εφαρμόζεται πριν από τη εμφάνιση των φαινομένων, στις περιόδους «νηνεμίας» γιατί μετά η κατάσταση μεταβάλλεται ραγδαία οπότε δεν υπάρχουν χρονικά περιθώρια για προγραμματισμό, ενημέρωση και αντιμετώπιση του προβλήματος».

Αναλυτικά, στο έγγραφό του, ο κ. Σοφιανός επισημαίνει τα εξής:

«Είναι κοινά πλέον αποδεκτό, μετά και την τελευταία καταστροφή που έπληξε τη χώρα μας, ότι ουσιαστικό στοιχείο για την άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση καταστροφών, μικρής ή μεγάλης έκτασης που προέρχονται από τους σεισμούς, πυρκαγιές, πλημμύρες ή οποιοδήποτε άλλο φυσικό καταστροφικό φαινόμενο είναι η εκπόνηση ολοκληρωμένων σχεδίων αντιμετώπισης έκτακτης ανάγκης που θα περιλαμβάνουν την ορθολογική, αποτελεσματική και προγραμματισμένη διάταξη, αξιοποίηση και κινητοποίηση όλων των διαθέσιμων σχετικών πόρων. Άλλωστε φυσικές καταστροφές και ακραία φαινόμενα συνέβαιναν πάντα και νομοτελειακά θα συνεχίσουν να συμβαίνουν οπότε θα πρέπει να μάθουμε να συμβιώνουμε μαζί τους και να τις αντιμετωπίζουμε.

Το Τεχνικό Επιμελητήριο, επί πολλά χρόνια ασχολείται με τα θέματα των φυσικών καταστροφών και αναζητά τρόπους με τους οποίους ο τεχνικός κόσμος της χώρας μπορεί να βοηθήσει τόσο στον σχεδιασμό πρόληψης όσο και στην μείωση των συνεπειών – επιπτώσεων στην ζωή όλων μας, από την πιθανή παρουσία τους.

Ας μην ξεχνάμε ότι η θωράκιση μιας πόλης έναντι φυσικών καταστροφών υπόκειται σε πολλές και ποικίλες αβεβαιότητες και για αυτό επιβάλλεται μια ιδιαίτερη προσεκτική προσέγγιση. Αυτή η θωράκιση προφανώς δεν είναι μόνο η επιδίωξη μεγάλης κτιριακής αντοχής με άφλεκτα υλικά μακριά από τους δρόμους του νερού. Μια ανθρώπινη πόλη, πολεοδομικά σωστά σχεδιασμένη που καλύπτει όλες τις ανάγκες των κατοίκων της, είναι και θωρακισμένη. Ο τρόπος που έχει πολεοδομηθεί η πόλη, ο τρόπος που εκπονούνται οι πολεοδομικές μελέτες συμβάλλει τα μέγιστα -θετικά ή αρνητικά- στη θωράκισή της. Η ορθολογιστική οργάνωση των χρήσεων γης, ο διαχωρισμός των μη συμβιβαζόμενων μεταξύ τους χρήσεων, ο καθορισμός ειδικών ζωνών και διατάξεων για τις επικίνδυνες χρήσεις, όλα αυτά και άλλα πολλά είναι μέρος ενός ορθού σχεδιασμού. Άλλωστε η αξιολόγηση ενός φαινομένου ως επικίνδυνο εξαρτάται κυρίως από δυο παράγοντες, το ίδιο το φυσικό φαινόμενο και το είδος της περιοχής που πλήττει.

Ο άξονας αντιμετώπισης του προβλήματος, λοιπόν, πρέπει να επικεντρώνεται σε τρεις κατευθύνσεις, τρεις λέξεις – κλειδιά, Ενημέρωση – Εκπαίδευση – Προετοιμασία τόσο των πολιτών όσο και του κράτους, ώστε να αντιδρούμε όλοι σωστά στα φαινόμενα και τις επιπτώσεις τους. Και αυτό το τρίπτυχο πρέπει να εφαρμόζεται πριν από τη εμφάνιση των φαινομένων, στις περιόδους «νηνεμίας» γιατί μετά η κατάσταση μεταβάλλεται ραγδαία οπότε δεν υπάρχουν χρονικά περιθώρια για προγραμματισμό, ενημέρωση και αντιμετώπιση του προβλήματος.

Στα παραπάνω πλαίσια ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για την εξέλιξη ενός προβλήματος είναι η προσέγγιση και ο ρόλος όλων των θεσμικών οργάνων της πολιτείας αφού μέσα σε ελάχιστο χρόνο, όπως διδαχτήκαμε από τα τελευταία γεγονότα, έπρεπε να εκκενωθεί άμεσα μια περιοχή υψηλού κινδύνου ενώ την εντολή εκκένωσης δεν ήταν διακριτό ποιος έπρεπε να την δώσει δηλαδή αν ήταν αρμοδιότητα του Δημάρχου, του Περιφερειάρχη, του Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας… Το θέμα είναι πως κανένας δεν έδωσε εντολή, η άναρχη δόμηση δεν άφησε οδούς διαφυγής και δεν υπήρξε κανένα σχέδιο εκκένωσης.

Στην ίδια χρονική περίοδο ζήσαμε και στην πόλη μας την καταστροφή του εγκαταλελειμμένου, κηρυγμένου ως μνημείο, κτιρίου του Ιταλικού Στρατώνα» (φωτογραφία) «από φωτιά. Είναι γνωστό ότι κάθε μνημείο ή κτήριο υφίσταται διαφόρων ειδών απειλές, ανθρωπογενείς ή όχι, διαρκείς ή στιγμιαίες, μερικά ή ολικά καταστροφικές: φωτιές, πλημμύρες, όξινη βροχή, υπεριώδης ακτινοβολία, βανδαλισμοί, κλοπές κ.ά. Η συχνότητα εμφάνισης της κάθε απειλής πολλαπλασιασμένη με την εκτιμώμενη ζημιά που μπορεί να προκαλέσει, μας δίνει τον βαθμό συνολικής επιβάρυνσης της συγκεκριμένης απειλής στο κτήριο.

Ανατρέχοντας και στο πρόσφατο παρελθόν μπορεί να δημιουργηθεί η ταυτότητα ρίσκου ενός κτιρίου στοιχείο ιδιαίτερα χρήσιμο, καθώς μπορεί να οδηγήσει τις αρμόδιες αρχές να επενδύσουν στην προστασία, με λύσεις που μετριάζουν ή αντιμετωπίζουν πλήρως πολλές απειλές μαζί. Τα ακραία φαινόμενα αυξάνονται, όχι όμως παντού ούτε με τον ίδιο τρόπο. Η εκτίμηση ρίσκου πρέπει να προσαρμοστεί τοπικά και για συγκεκριμένες επιπτώσεις σε κάθε μνημείο ή κτίριο κατά περίπτωση. Ένα πέτρινο κτίσμα θα επηρεαστεί διαφορετικά από ένα κτίριο με σκελετό από μπετόν, π.χ. με την παρουσία αλμύρας κοντά στη θάλασσα, ή υγρασίας από τις βροχές στην ξύλινη στέγη ή το μεσοπάτωμα ή πυρκαγιάς ή σεισμού. Εκτός του ότι ένα εγκαταλειμμένο κτίριο μπορεί να καταστραφεί και να χαθεί έτσι ένας πολύτιμος οικονομικός και πολιτισμικός πόρος, μπορεί να σκοτώσει κόσμο είτε που έχει βρει καταφύγιο μέσα, ή και διερχόμενους. Οι αρμόδιες αρχές για να αντιμετωπίσουν τις απειλές, θα πρέπει να αναθεωρήσουν τις εκτιμήσεις κινδύνου, χαρτογραφώντας το ρίσκο για κάθε μια από αυτές, καταγράφοντας εγκαταλειμμένα μνημεία και άλλα κτίρια, όπως και τα ήδη γνωστά για την πολιτική προστασία σημεία ενδιαφέροντος. Θα πρέπει λοιπόν να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν συγκεκριμένοι τρόποι πρόληψης, έτσι ώστε να μην λάβουν χώρα οι απειλές ή να μειωθούν σημαντικά οι επιπτώσεις,

Με αφορμή λοιπόν τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στη χώρα μας αλλά και στο Νομό μας και στην πόλη μας, το ΤΕΕ Τμήμα Δυτικής Κρήτης δηλώνει ενεργά παρών στην προσπάθεια συντονισμού όλων των εμπλεκόμενων τοπικών φορέων με τη μορφή ευρείας σύσκεψης ώστε συντονισμένα να διαπιστώσουμε ποιες είναι οι περιοχές υψηλού κινδύνου στον Νομό μας και για ποιους λόγους, αν υπάρχουν επιχειρησιακά μοντέλα προσομοίωσης φυσικών καταστροφών και σχέδια εκκένωσης, σε ποιο σημείο ακριβώς βρίσκεται η Πολιτική Προστασία στα Χανιά και το Ρέθυμνο, ποιες είναι οι ελλείψεις και με ποιο τρόπο αυτές μπορούν να καλυφθούν».